Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

Χουάν Ραμόν Χιμένεθ

                                     Πίνακας Catharina Klein

Κάποτε νιώθω
καθώς το ρόδο
που θά ’μαι μια μέρα, καθώς το φτερό
που θά ‘μαι μια μέρα.
Και με τυλίγει ένα άρωμα, ξένο και δικό μου,
δικό μου κι ενός ρόδου·
και με περισυλλέγει μια περιπλάνηση ξένη και δική μου
δική μου κι ενός πουλιού.
Τραγούδα, τραγούδα φωνή μου!
γιατί όσο υπάρχει ένα πράγμα
που δεν το είπες εσύ
δεν είπες τίποτα!

Ποίηση· δροσιά
της κάθε αυγής, κόρη
της κάθε νύχτας, ολόδροση, αγνή
αλήθεια των τελευταίων άστρων
πάνω στην τρυφερή αλήθεια των πρώτων λουλουδιών!
δροσιά, ποίηση·
πρωινή πτώση τ’ ουρανού πάνω στον κόσμο
Αυτή ’ναι η ζωή μου, εκείνη προς τα πάνω,
εκείνη της καθάριας αύρας,
του τελευταίου πουλιού,
των χρυσών κορυφών του σκοταδιού!
αυτή ’ναι η λευτεριά μου, να μυρίζω το ρόδο
να κόβω το ψυχρό νερό με το τρελό μου χέρι,
ν’ απογυμνώνω το δρυμό,
να παίρνω απ’ τον ήλιο το αιώνιο φως του!


Μετάφραση Τάκης Βαρβιτσιώτης



από το "Ημερολόγιο ενός προσφάτως παντρεμένου ποιητή"


Μοιάζεις, θάλασσα, να μάχεσαι

— ω! αναταραχή δίχως τέλος, μέταλλο αδιάκοπο! —

ώστε από σένα να βρεθείς ή εγώ για να σέ βρω.

Τι απέραντη δείχνεσαι,

στη γυμνότητά σου μόνη …….

Σαν σε τοκετό, γεννάς τον εαυτό σου,

— με πόση κούραση! —

τον εαυτό σου, θάλασσα μοναδική!

τον εαυτό σου, εσένα μόνο και εντός της δικής σου

μοναδικής πληρότητας όλων των πληροτήτων,

…ώστε από σένα να βρεθείς ή εγώ για να σέ βρω!



Από τον Χώρο, Δεύτερο απόσπασμα, Καντάδα


«Και για να θυμηθώ γιατί έχω ζήσει», έρχομαι σε σένα, ποταμέ Χάτσον της θάλασσάς μου. «Γλυκός ωσάν αυτό το φως ήταν ο έρωτας.» Και αποκάτω από τη Γουάσιγκτον Μπριτζ ( τη γέφυρα την πιο μεγάλη απ’ τις μεγάλες αυτής της Νέας Υόρκης) περνάει ο κάμπος κίτρινος των παιδικών μου χρόνων». Παιδικά χρόνια, παιδί ξαναγίνομαι και είμαι, χαμένος, τόσο μεγαλύτερος μέσα στο πιο μεγάλο. Μύθος ανέλπιστος: «γλυκός ωσάν το φως είναι ο έρωτας», κι αυτή η Νέα Υόρκη είναι ίδια με το Μογέρ, είναι ίδια με τη Σεβίλλη και με τη Μαδρίτη. Με υπομένει ο άνεμος, στη γωνία της Μπροντγουαίη, όπως και στη Γωνία ντε λας Πουλμόνιας της οδού μου Ρασκόν, κι έχω ανοιχτή την πόρτα όπου ζω, με ήλιο μέσα. «Γλυκός ωσάν αυτόν τον ήλιο ήταν ο έρωτας»
Συναντήθηκα στην είσοδο, του γέλασα, κι ανέβηκα στην ιδιαίτερη γωνιά, πάλι, της μοναξιάς και της σιωπής μου, τόσο ίδιας στον όροφο 9 και ήλιου, στο ισόγειο της οδού και τ’ ουρανού μου. «Γλυκός ωσάν αυτόν τον ήλιο ήταν ο έρωτας». Με κοιτάξαν γνώριμα παράθυρα με κάδρα του Μουρίγιο. Στο σύρμα του γαλάζιου, το συμπαντικό σπουργίτι κελαηδούσε, το σπουργίτι κι εγώ τραγουδούσαμε, μιλούσαμε, και το άκουγε η φωνή της γυναίκας στον άνεμο του κόσμου, Τι γωνιά πια για ν’ακολουθήσει η φαντασία μου! Ο ήλιος έκαιγε το νότο της γωνιάς μου, και στη φθίνουσα σελήνη απ’το χαλάκι, γεννιότανε γλυκά η παραίσθησή μου, θέλοντας από τη χρυσή μείωση να ξεφύγει. «Και αποκάτω από τη Γουάσιγκτον Μπρίτζ, την πιο φιλική γέφυρα αυτής της Νέας Υόρκης, κυλάει ο χρυσός κάμπος των παιδικών μου χρόνων…» Κατέβηκα γεμάτος στο δρόμο, μου άνοιξε ο άνεμος τα ρούχα, την καρδιά, είδα πρόσωπα ωραία. Στον κήπο του Σαιν Τζων δε Ντιβάϊν, οι λεύκες πράσινες ήτανε της Μαδρίτης. Μίλησα μ’ έναν σκύλο κι ένα γάτο στα ισπανικά, τα παιδιά της χορωδίας, γλώσσα αιώνια, ίδια με του παράδεισου και της σελήνης, έψαλαν, με καμπάνες του Σαν Χουάν, στην ακτίνα τη δεξιά του ήλιου, τη ζωντανή, όπου ο ουρανός έπλεε έχοντας γίνει αρμονία βιολετιά και χρυσή. Ουράνιο τόξο ιδεώδες που κατέβαινε κι ανέβαινε, που κατέβαινε… « Γλυκός ωσάν αυτόν το ήλιο ήταν ο έρωτας». Βγήκα στην Άμστερνταμ, εκεί βρισκόταν η σελήνη (Morningside). Ο αέρας ήτανε τόσο καθαρός, κρύος όχι, δροσερός. Πάνω του ερχότανε ζωή από άνοιξη νυκτερινή, κι ο ήλιος ήταν μέσα στη σελήνη και μες στο κορμί μου, ο παρών ήλιος, ο ήλιος που ποτέ πια δε θα άφηνε μόνα τα κόκαλά μου, ήλιος αιμάτινος κι αυτός. Και μπήκα τραγουδώντας και απών μέσα στη δενδροστοιχία της νύχτας, κι ο ποταμός κυλούσε κάτω από τη Γουάσιγκτον Μπριτζ, με ήλιο ακόμα, μέχρι την Ισπανία στην ανατολή μου, στην ανατολή μου του Μαΐου της Μαδρίτης. Ένας ήλιος νεκρός πια, μα ζωντανός, ένας ήλιος παρών, ωστόσο απών, ένας ήλιος θράκα από ζωηρό καρμίνιο, ένας ήλιος καρμίνιο ζωηρό μέσα στο πράσινο, ένας ζωηρός ήλιος στο πράσινο το μαύρο πια, ένας ήλιος στο μαύρο πια σελήνη, ένας ήλιος στη μαύρη του καρμίνιου σελήνη, ένας ήλιος νέας δόξης, κινείται μες στον άλλο αυτό. Ένας ήλιος του έρωτα και της όμορφης δουλειάς, ένας ήλιος σαν τον έρωτα…» Γλυκός ωσάν αυτό το φως ήταν ο έρωτας».

Μετάφραση Γιώργος Μίχος


Aπό τη Μικρή Ποιητική Ανθολογία, Χουάν Ραμόν Χιμένεθ, Απόπειρα 2011

"Ευλογημένο το περίφημο ψεγάδι, που μας σώζει απ’ την απεχθή τελειότητα! […] Και έχω σκεφτεί τόσες φορές πως θα ήθελα το έργο μου όλο να είναι το ψεγάδι ενός Ανδαλουσιανού."

Μετάφραση Άννα Βερροιοπούλου


                                                                         Πίνακας Dan Gerhartz
Δίπλα μου στέκεσαι καθώς το ρόδο που ανασταίνεις,
Τώρα μια μνήμη επαγρυπνεί γεμάτη από σιωπή.
Πιότερο κι απ’ τον έρωτα η ματιά σου με πεθαίνει
Τη νύχτα αυτή που τίποτα δεν έχει να μου πει.

Το ξέρω. Με τον άνεμο η ζωή σου ωραία ανασαίνει
Εύρωστο κλίμα οι φλέβες σου κι ώριμοι πια καρποί.
Κι ωστόσο τούτη η η αστείρευτη βροχή που όλο πληθαίνει
Μας συγκρατεί επικίνδυνα κάτω από μια σιωπή.

Εξαίσια κι άφθαρτη πηγή, πανάρχαιο σιντριβάνι,
Μες στο καμπύλο σου νερό μια μέρα θα χαθώ
Έτσι καθώς η απρόσωπη φύση μου θα βλαστάνει.

Σα δέντρο μες στη συντριβή του ολόγυμνου κορμιού σου,
Τώρα με μάτια ακοίμητα έρποντας προσπαθώ
Σαν κάτι μάταιο να χαθώ στα βάθη του εαυτού σου.


ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Γιάννης Β. Ιωαννίδης

https://www.youtube.com/watch?v=dWRXKfdKCQg&feature=youtu.be 


Εγώ δεν είμαι εγώ

Εγώ δεν είμαι εγώ.
Είμαι κείνος
που προχωράει στο πλάι μου, και δεν τον βλέπω·
που, άλλες φορές, τον επισκέπτομαι
και, άλλες φορές, τον λησμονώ.
Εκείνος που, γαλήνιος, σιωπά όταν μιλάω,
εκείνος που, μειλίχιος, συγχωρεί όταν μισώ,
εκείνος που συχνάζει όπου δεν πάω
και που θα μείνει όρθιος όταν θα 'μαι νεκρός.


                                         Renoir, A bouquet of roses

Ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα

Το στόμα σου φύτεψε
μ’ εκείνο το φιλί στο δικό μου
ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα,
κι οι ρίζες τους τρων την καρδιά μου.
Είταν φθινόπωρο. Ο άμετρος ουρανός
άρπαξε με τον ήλιο του
όλο το χρυσάφι –κίονες λάμψεων–
από τη ζωή.
Το καλοκαίρι ήρθε σκληρό·
το μπουκέτο μάδησε,
μα άφησε να σπάσουν στα μάτια μου
δύο μπουμπούκια πόνος.


Μετάφραση Γιώργος Κεντρωτής



 

 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου